Η Σχέση Αυτοάνοσων Νοσημάτων και Γονιμότητας
Τα αυτοάνοσα νοσήματα έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν την ισορροπία του οργανισμού, προκαλώντας σημαντικές δυσκολίες σε όλα τα στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Αυτές οι παθήσεις συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, επηρεάζοντας τη γονιμότητα τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα. Είναι κρίσιμος επομένως ο εντοπισμός της σχέσης μεταξύ γονιμότητας και αυτοάνοσων νοσημάτων.
Ο Δρ Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, Ιατρός Αναπαραγωγής και Μαιευτήρας-Χειρουργός-Γυναικολόγος, μέλος του Δ.Σ. του Institute of Life στο ΙΑΣΩ, τονίζει ότι οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αποτελούν για πολλά ζευγάρια τη λύση για την απόκτηση παιδιού. Παρ’ όλα αυτά, το ανοσοποιητικό σύστημα παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της γονιμοποίησης, της εμφύτευσης και της εγκυμοσύνης. Αυτή η σύνθετη αλληλεπίδραση μπορεί να παρουσιαστεί με διαφορετικούς τρόπους, εξαρτώμενη από τις ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενούς και του αυτοάνοσου νοσήματος που τον αφορά.
Όταν ένα αυτοάνοσο νόσημα είναι ενεργό, το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να επιτίθεται στα υγιή κύτταρα, αναγνωρίζοντάς τα λανθασμένα ως εισβολείς. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην ωορρηξία, τη γονιμοποίηση του ωαρίου και στην ανάπτυξη του εμβρύου. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή η αντίδραση μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή ή σε άλλες ανώμαλες εξελίξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Αυτοάνοσα Νοσήματα και Κίνδυνος Υπογονιμότητας
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα αυτοάνοσα νοσήματα δεν επηρεάζουν τη γονιμότητα ή την πορεία της εγκυμοσύνης, και οι γυναίκες μπορούν να αποκτήσουν παιδί χωρίς περαιτέρω επιπλοκές. Ωστόσο, μερικές αυτοάνοσες διαταραχές, όπως ο λύκος, η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και το σύνδρομο Sjögren, έχουν συνδεθεί με ανησυχητικές επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν ζητήματα όπως το μειωμένο βάρος των νεογνών, ο πρόωρος τοκετός, η προεκλαμψία και οι αποβολές, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανησυχίες στους γονείς.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι γυναίκες με αυτοάνοσες νόσους μπορεί να παρουσιάζουν μειωμένη ωοθηκική εφεδρεία, με αποτέλεσμα η ορμονολογική τους εικόνα να δείχνει χαμηλά επίπεδα Αντι-Μυλλέριου Ορμόνης (ΑΜΗ). Η ΑΜΗ είναι δείκτης του αριθμού των ωοθυλακίων στις ωοθήκες και επηρεάζει άμεσα τη γονιμότητα.
Εφόσον διαγνωσθούν αυτοάνοσα νοσήματα όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα ή ψωρίαση σε γυναίκες κάτω των 35 ετών, είναι προτιμότερο να πραγματοποιηθεί εκτενής έλεγχος της ωοθηκικής λειτουργίας, καθώς και να εξεταστεί η δυνατότητα κατάψυξης ωαρίων.
Η Σημασία της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής
Η ανισορροπία του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να επηρεάσει τη φυσική σύλληψη, αλλά και τις διαδικασίες της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι ιατρικοί επαγγελματίες έχουν αναπτύξει διάφορες προσεγγίσεις για τη ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Κοινές μέθοδοι περιλαμβάνουν τη χορήγηση κατάλληλης θεραπείας ώστε να μειωθεί η δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος, ελαχιστοποιώντας έτσι τον κίνδυνο επιθέσεων στον οργανισμό και στα έμβρυα.
Επιπλέον, η διενέργεια προεμφυτευτικού γενετικού ελέγχου των εμβρύων μπορεί να εντοπίσει τυχόν χρωμοσωμικές ανωμαλίες και να υποδείξει ποια από τα έμβρυα έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφυτευθεί και να επιβιώσει στην εγκυμοσύνη. Όπως σημειώνει ο Δρ Βασιλόπουλος, “η σχέση του ανοσοποιητικού συστήματος με τη υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι σύνθετη και καθορίζει την έκβαση της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η κατανόηση αυτής της σχέσης είναι κρίσιμη για την επίτευξη και την εξέλιξη μια υγιούς εγκυμοσύνης, ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις”.