«Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, και ειδικότερα η διατροφή μπορεί να έχει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και την αντιμετώπιση του αυξημένου σωματικού βάρους». Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Καλλιόπη Γεωργακούλη επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Διαιτολογίας και Διατροφολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο πλαίσιο σχετικών μελετών του τμήματος.
Διάφορα διατροφικά πρότυπα, προσθέτει, έχουν μελετηθεί μέσα στα χρόνια σχετικά με τη διαχείριση του σωματικού βάρους, όπως είναι η μεσογειακή διατροφή, η κετογονική δίαιτα, η αυστηρά φυτοφαγική δίαιτα (vegan δίαιτα), αλλά και άλλες πολύ στερητικές και παράδοξες δίαιτες. Κάποιες από αυτές τις δίαιτες επιφέρουν σημαντική απώλεια βάρους, ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, υπάρχει έντονος προβληματισμός ως προς την αποτελεσματικότητά τους σε βάθος χρόνου, και κυρίως τις παρενέργειες που προκαλούν, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών ελλείψεων.
Ακόμα, όπως τονίζει, η διαχείριση το σωματικού βάρους, και ιδιαίτερα η απώλεια βάρους είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους επιστήμονες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η παχυσαρκία έχει τριπλασιαστεί παγκοσμίως από το 1975, ενώ υπολογίστηκε ότι πάνω από 1,9 δισεκατομμύρια ενήλικες είναι είτε υπέρβαροι είτε παχύσαρκοι.
Η μεσογειακή διατροφή, τονίζει η κ. Γεωργακούλη, έχει χαρακτηριστεί ως η πιο αποτελεσματική μεταξύ πολλών άλλων διατροφικών προτύπων, όσον αφορά την πρόληψη πληθώρας ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της στεφανιαίας νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, του μεταβολικού συνδρόμου και της παχυσαρκίας. Αυτό συμβαίνει διότι είναι μια υγιεινή δίαιτα που καλύπτει όλες τις θρεπτικές ανάγκες του οργανισμού.
Η μεσογειακή διατροφή επίσης αποτελεί ένα διατροφικό πρότυπο που βασίζεται στις φυτικές τροφές και έχει ως κύρια πηγή λίπους το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από υψηλή πρόσληψη λαχανικών, φρούτων, ξηρών καρπών, οσπρίων, δημητριακών ολικής αλέσεως και ελαιολάδου, από μέτρια κατανάλωση ψαριών, πουλερικών και γαλακτοκομικών, καθώς και από χαμηλή πρόσληψη γλυκών, κόκκινου κρέατος και γενικά επεξεργασμένων τροφίμων. Στο πλαίσιο της Μεσογειακής Διατροφής, επίσης πρέπει να εξασφαλίζεται η επαρκής πρόσληψη νερού. Σε επίπεδο θρεπτικών συστατικών, η μεσογειακή διατροφή είναι φτωχή στα «κακά» κορεσμένα λίπη και πλούσια στα «καλά» μονοακόρεστα λίπη, ενώ παρέχει και υψηλή ποσότητα φυτικών ινών και αντιοξειδωτικών ουσιών.
Αυτό που κάνει τη μεσογειακή διατροφή να υπερτερεί άλλων διαιτών για τη διαχείριση του βάρους, είναι ότι μπορεί να καλύψει τις ανάγκες σε όλα τα απαραίτητα για τον οργανισμό θρεπτικά συστατικά. Αναλυτικότερα, η ποικιλία των τροφίμων που καταναλώνονται στο πλαίσιο της μεσογειακής διατροφής, παρέχει διάφορες βιταμίνες (π.χ. αντιοξειδωτικές βιταμίνες C και Ε, καροτένια) και μεταλλικά στοιχεία (π.χ. ασβέστιο, κάλιο) σε ποσότητες που καλύπτουν τις ημερήσιες συνιστώμενες προσλήψεις ώστε να διατηρείται η υγεία.
Έτσι, ο κίνδυνος ανεπαρκούς πρόσληψης μικροθρεπτικών συστατικών έχει φανεί ότι είναι αρκετά σπάνιος σε άτομα που ακολουθούν αυτή τη διατροφή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, τονίζει η επιστήμονας καθώς όταν ένα άτομο μπαίνει στη διαδικασία απώλειας βάρους, καθημερινά προσλαμβάνει λιγότερες θερμίδες από αυτές που χρειάζεται για να μείνει στο ίδιο βάρος (δηλαδή κάνει υποθερμιδική δίαιτα), γεγονός που οδηγεί και σε χαμηλότερη πρόσληψη των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών. Για να καταλήξει τονίζοντας: «Έτσι, σε αντίθεση με άλλες δίαιτες που είναι στερητικές, η μεσογειακή διατροφή μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή απώλεια βάρους, καλύτερη μεταβολική υγεία (π.χ. βελτίωση της γλυκόζης και της χοληστερόλης αίματος) και αποφυγή διατροφικών ελλείψεων».
ΠΗΓΗ: ethnos.gr