Πληροφορίες για τη Νόσο του Πάρκινσον και τη Σχέση με Κοινά Φάρμακα
Ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου του Πάρκινσον αυξάνεται σε σχέση με την ηλικία. Αν και η ακριβής αιτία της πάθησης παραμένει άγνωστη, σε ορισμένες περιπτώσεις έχει φανεί ότι η κληρονομικότητα μπορεί να παίζει ρόλο. Σημαντική είναι η ανακάλυψη της επίδρασης ορισμένων φαρμάκων στην καθυστέρηση των συμπτωμάτων της νόσου.
Μια πρόσφατη μελέτη από ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια κατέληξε σε εντυπωσιακά συμπεράσματα. Οι άνθρωποι που είχαν λάβει κοινά φάρμακα για τον έλεγχο του πόνου, της αρτηριακής πίεσης, του διαβήτη ή της χοληστερόλης, παρουσίασαν συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον χρόνια αργότερα σε σύγκριση με εκείνους που δεν τα είχαν λάβει.
Αξιολόγησαν δεδομένα από 1.201 ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον και τα ευρήματα είναι χαρακτηριστικά:
- Ασθενείς που χρησιμοποιούσαν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως ιβουπροφαίνη και ασπιρίνη, ήταν κατά μέσο όρο 8,6 χρόνια μεγαλύτεροι όταν εκδήλωσαν τα συμπτώματά τους.
- Ασθενείς που έπαιρναν στατίνες για τη μείωση της χοληστερόλης ήταν κατά μέσο όρο 9,3 χρόνια μεγαλύτεροι στην εκδήλωση των συμπτωμάτων.
- Ασθενείς που ελάμβαναν β-αποκλειστές για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης ήταν κατά μέσο όρο 9,6 χρόνια μεγαλύτεροι κατά την πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων τους.
Ο Michele Tagliati, αντιπρόεδρος του Τμήματος Νευρολογίας και διευθυντής του Τμήματος Κινητικών Διαταραχών στο Cedars-Sinai και κύριος συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Τα φάρμακα που εξετάσαμε διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά που μπορεί να εξηγούν την επίδρασή τους στην νόσο του Πάρκινσον, όπως η ικανότητα να ελέγχουν τη φλεγμονή». Επιπρόσθετα, σημείωσε ότι «απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την παρακολούθηση της πορείας των ασθενών, αλλά αυτή η έρευνα υποδεικνύει ότι τα φάρμακα που μελετήθηκαν συμβάλλουν στη ρύθμιση της κυτταρικής απόκρισης στο στρες και της εγκεφαλικής φλεγμονής, οι οποίες μπορεί να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην καθυστέρηση της ανάπτυξης της νόσου του Πάρκινσον».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Journal of Neurology.